- κατευκτικός
- κατευκτικός, -ή, -όν (Α) [κατεύχομαι]παρακλητικός, ικετευτικός.επίρρ...κατευκτικῶς (Α)με παρακλήσεις, ικετευτικά, με ευχές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατευκτικῶς — κατευκτικός entreating. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)